θεοσεβες

θεοσεβες
    θεοσεβές
    τό Plat. = θεοσέβεια См. θεοσεβεια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θεοσεβες" в других словарях:

  • θεοσεβές — θεοσεβής fearing God masc/fem voc sg θεοσεβής fearing God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσεβής — ές (AM θεοσεβής, ές) 1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοσεβές η ευσέβεια νεοελλ. (υπερθ.) θεοσεβέστατος τίτλος προσφώνησης αρχιμανδριτών. επίρρ... θεοσεβώς (Α θεοσεβῶς) κατά τρόπο θεοσεβή, ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»